- ταξινομικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταξινόμηση2. φρ. α) «ταξινομικά χαρακτηριστικά»βιολ. χαρακτηριστικά μορφολογικά, φυσιολογικά, συμπεριφοράς ή δομής, τα οποία οι συστηματικοί απομονώνουν από τα άλλα χαρακτηριστικά τού οργανισμού και βάσει τών οποίων κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσειςβ) «ταξινομική βαθμίδα»βιολ. η θέση, το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται μία ταξινομική κατηγορία στην ιεραρχία τού συστήματος ταξινόμησηςγ) «ταξινομική κατηγορία»βιολ. ταξινομική ομάδα η οποία έχει παραδοσιακά και συμβολικά γίνει αποδεκτή στην ιεραρχία ενός συστήματος ταξινόμησης και έχει λάβει την ονομασία τού είδους, τού γένους, τής οικογένειας και τών άλλων υποδιαιρέσεων.επίρρ...ταξινομικώς και ταξινομικά Ν1. με ταξινόμηση2. σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, από ταξινομική πλευρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξινόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιωάνν. Πανταζίδη].
Dictionary of Greek. 2013.